- κυπαρισσόροφος
- κυπαρισσόροφος, -ον (Α)αυτός που η οροφή του είναι κατασκευασμένη από ξύλο κυπαρισσιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυπαρισσόροφον — κυπαρισσόροφος ceiled with cypress wood masc/fem acc sg κυπαρισσόροφος ceiled with cypress wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσορόφων — κυπαρισσόροφος ceiled with cypress wood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… … Dictionary of Greek